- συνηγόρημα
- συνηγόρ-ημα, ατος, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηγόρημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρημα — τὸ, Α [συνηγορῶ] συνηγορία … Dictionary of Greek
συνηγορημάτων — συνηγόρημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγορήματος — συνηγόρημα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՋԱՏԱԳՈՎՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0671 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. συνηγορία, συνηγόρημα defensio, patrocinium. Պաշտպանութիւն. կուսակցութիւն. փաստաբանութիւն. բարեխօսութիւն. պատասխանատուութիւն. *Եթէ չմիաբանցի արդիւնքն բանիցն, ապա ʼի զուր է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)